ἀναψύξῃ

ἀναψύξῃ
ἀναψύξηι , ἀνάψυξις
cooling
fem dat sg (epic)
ἀναψύ̱ξῃ , ἀναψύχω
cool
aor subj mid 2nd sg
ἀναψύ̱ξῃ , ἀναψύχω
cool
aor subj act 3rd sg
ἀναψύ̱ξῃ , ἀναψύχω
cool
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανάψυξη — η (AM ἀνάψυξις) η πράξη του αναψύχω, δρόσισμα 2. στέγνη, στέγνωμα 3. αναψυχή, ανακούφιση, παρηγοριά …   Dictionary of Greek

  • έμψυξις — ἔμψυξις (Α) ανάψυξη, δρόσισμα …   Dictionary of Greek

  • εμψυκτικός — ἐμψυκτικός, ή, όν (Α) ο κατάλληλος για ανάψυξη, αναψυκτικός, δροσερός, δροσιστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”